ἱπποστάσιον
From LSJ
ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
English (LSJ)
[ᾰ], τό, = ἱππόστασις, stable Lys.Fr.56S.: pl., App.Pun.95, Mith.84:—also ἱπποστασία, ἡ, Hippiatr.29.
German (Pape)
[Seite 1261] τό, = Folgdm; Lys. bei Poll. 9, 50; App. Pun. 95 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποστάσιον: τό, = τῷ ἑπομ., Λυσ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 50· ἐν τῷ πληθ., Ἀππ. Καρχηδ. 95, Μιθρ. 84· - ὡσαύτως -στασία, ἡ, Ἱππιατρ.