απίσχνανσις

From LSJ
Revision as of 21:31, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=η<br />απίσχνανση ή απίσχνανσις (ἀπίσχνανσις) το αδυνάτισμα.<br />[<b><span style="color: brown;">...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

η
απίσχνανση ή απίσχνανσις (ἀπίσχνανσις) το αδυνάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απισχναίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].