απίσχνανσις

From LSJ

Greek Monolingual

η
απίσχνανση ή απίσχνανσις (ἀπίσχνανσις) το αδυνάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απισχναίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].