ἀπίσχνανσις

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

η
απίσχνανση ή απίσχνανσις (ἀπίσχνανσις) το αδυνάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απισχναίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].