μονοσήμαντος

From LSJ
Revision as of 10:05, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

German (Pape)

[Seite 205] Phot. bibl. 105, 31, = μονόσημος, Euseb., von einer Bedeutung.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνην σημασίαν, Εὐσέβ. ἐν Φωτ. 105. 31· - οὕτω μονόσημος, ον, Εὐστ. Πονημάτ. 47. 61.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονοσήμαντος, -ον)
(για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη
νεοελλ.
(για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ-σήμαντος].