κόνικλος

From LSJ
Revision as of 10:05, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

German (Pape)

[Seite 1481] Ael. H. A. 13, 15, auch κούνικλος und κύνικλος, ὁ, cuniculus, Kaninchen.

Greek (Liddell-Scott)

κόνικλος: ἴδε ἐν λ. κύνικλος.

French (Bailly abrégé)

c. κούνικλος.

Greek Monolingual

ο (Α κόνικλος και κύνικλος)
κουνέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus «κουνέλι»].