Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
[Seite 1481] Ael. H. A. 13, 15, auch κούνικλος und κύνικλος, ὁ, cuniculus, Kaninchen.
κόνικλος: ἴδε ἐν λ. κύνικλος.
c. κούνικλος.
ο (Α κόνικλος και κύνικλος)
κουνέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuniculus «κουνέλι»].