κρυβήτης

From LSJ
Revision as of 12:50, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

German (Pape)

[Seite 1515] ὁ, der in der Erde Verborgene, der Todte; auch οἱ κρύβες, Hesych.; κρυβήσια, = νεκύσια, Id.

Greek Monolingual

κρυβήτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην, + κατάλ. -ήτης (πρβλ. λιμν-ήτης, σκαπαν-ήτης)].