κρυβήτης

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυβήτης Medium diacritics: κρυβήτης Low diacritics: κρυβήτης Capitals: ΚΡΥΒΗΤΗΣ
Transliteration A: krybḗtēs Transliteration B: krybētēs Transliteration C: kryvitis Beta Code: krubh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one hidden in the earth, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1515] ὁ, der in der Erde Verborgene, der Todte; auch οἱ κρύβες, Hesych.; κρυβήσια, = νεκύσια, Id.

Greek Monolingual

κρυβήτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θαμμένος στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην, + κατάλ. -ήτης (πρβλ. λιμνήτης, σκαπανήτης)].