αλληλομάχος

From LSJ
Revision as of 16:57, 12 January 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

ἀλληλομάχος, -ον (Α)
(συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλομάχοι
αυτοί που μάχονται μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο- + -μαχος (< μάχομαι).
ΠΑΡ. (μσν., νεοελλ.) αλληλομαχία νεοελλ. αλληλομαχώ].