δελέαστρον
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
τό, = δελεάστρα (baited trap, noose), Nicopho 4.
Greek (Liddell-Scott)
δελέαστρον: τό, = τῷ προηγ., Νικοφ. Ἀφρ. 4.
Spanish (DGE)
-ου, τό trampa con cebo Nicopho 4.
Greek Monolingual
δελέαστρον, το (Α) δελεάζω
η δελεάστρα.