προσθυρεύς
From LSJ
English (LSJ)
έως, ὁ, = προσθυραῖος (doorkeeper), PIand. 37.4 (v/vi AD).
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
προσθυραῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θύρα + κατάλ. -εύς].
Full diacritics: προσθῠρεύς | Medium diacritics: προσθυρεύς | Low diacritics: προσθυρεύς | Capitals: ΠΡΟΣΘΥΡΕΥΣ |
Transliteration A: prosthyreús | Transliteration B: prosthyreus | Transliteration C: prosthyreys | Beta Code: prosqureu/s |
έως, ὁ, = προσθυραῖος (doorkeeper), PIand. 37.4 (v/vi AD).
-έως, ὁ, Α
προσθυραῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θύρα + κατάλ. -εύς].