μεγαλόσωμος

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόσωμος Medium diacritics: μεγαλόσωμος Low diacritics: μεγαλόσωμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟΣ
Transliteration A: megalósōmos Transliteration B: megalosōmos Transliteration C: megalosomos Beta Code: megalo/swmos

English (LSJ)

ον, = μεγαλοσώματος (large-bodied, full-bodied), Sch. Ar. Ra. 55, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 55, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόσωμος, -ον)
αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα (πρβλ. υψηλό-σωμος) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. αντί μεγαλοσώματος.