ἐπιμάστιος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ον, (μαστός) = ἐπιμαστίδιος (at the breast, not yet weaned), ARh. 4.1734, Poll. 2.8.
German (Pape)
[Seite 960] = Vor., Poll. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμάστιος: -ον, (μαστὸς) = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1734, Πολυδ. Β΄, 8.
Greek Monolingual
ἐπιμάστιος, -ον (Α)
επιμαστίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι-μάστιος)].