Full diacritics: σαγμᾰτοράφος | Medium diacritics: σαγματοράφος | Low diacritics: σαγματοράφος | Capitals: ΣΑΓΜΑΤΟΡΑΦΟΣ |
Transliteration A: sagmatoráphos | Transliteration B: sagmatoraphos | Transliteration C: sagmatorafos | Beta Code: sagmatora/fos |
ὁ, = σαγματοράπτης (saddler), PGoodsp. Cair. 30 xxxviii 19 (ii AD).
ὁ, Α
σαγματοράπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. αρμενο-ράφος, κοσκινο-ράφος].