ἐπόμβριος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = ἔπομβρος (very rainy), Arist. HA 601b10, Thphr. CP 3.11.5.
German (Pape)
[Seite 1007] = Folgdm; ἔτος Arist. H. A. 8, 18; χῶραι Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόμβριος: -ον, = τῷ ἑπομ., Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 5.
Greek Monolingual
ἐπόμβριος, -ον (Α)
πολύ βροχερός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπόμβριος: Arst. = ἔπομβρος.