σκιασμός

Revision as of 09:31, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ,= σκίασμα (shadow cast) 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27. 2 a disease, perh. specks before the eyes, Id.210.5. 3 visitation by a ghost (σκιά), PMag.Par.1.2701.

German (Pape)

[Seite 898] ὁ, = Vorigem; Schol. Arat. Dios. 138; Lob. Phryn. 512.

Greek (Liddell-Scott)

σκιασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 869.

Spanish

visita de una sombra, visita de un espectro

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ σκιάζω (Ι)]
το σκίασμα
αρχ.
1. εμφάνιση φαντάσματος
2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια.
(II)
και σκιαγμός, ο, Ν σκιάζω (II)]
σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ' αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.).