σκιάξιμο

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα του σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κράξιμο)].