νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Full diacritics: φειδώνειος | Medium diacritics: φειδώνειος | Low diacritics: φειδώνειος | Capitals: ΦΕΙΔΩΝΕΙΟΣ |
Transliteration A: pheidṓneios | Transliteration B: pheidōneios | Transliteration C: feidoneios | Beta Code: feidw/neios |
v. Φείδων.
-εία, -ον, και φειδώνιος, -ία, -ον, Α Φείδων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά του Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.).