γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
v. βάλλω.
βλείης: βλεῖο, ἴδε ἐν λ. βάλλω.
βλείης poët. opt. stamaor. act. 2 sing. van βάλλω.