γλυκυμάχανος
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
Doric for γλυκυμήχανος.
English (Slater)
γλυκυμάχανος
1 sweet-working? νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ (Pae. 2.80)
Greek Monolingual
γλυκυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του γλυκυμήχανος < γλυκύς + -μηχανος < μηχανή.