γλυκυμάχανος

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυκυμάχανος Medium diacritics: γλυκυμάχανος Low diacritics: γλυκυμάχανος Capitals: ΓΛΥΚΥΜΑΧΑΝΟΣ
Transliteration A: glykymáchanos Transliteration B: glykymachanos Transliteration C: glykymachanos Beta Code: glukuma/xanos

English (LSJ)

Doric for γλυκυμήχανος.


English (Slater)

γλυκυμάχανος
   1 sweet-working? νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ (Pae. 2.80)

Greek Monolingual

γλυκυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του γλυκυμήχανος < γλυκύς + -μηχανος < μηχανή.