λαμπροφωνεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
v. sub λαμπρόφωνος.
Greek Monolingual
λαμπροφωνεύομαι (Α) λαμπρόφωνος
έχω λαμπρή, δυνατή φωνή.
Full diacritics: λαμπροφωνεύομαι | Medium diacritics: λαμπροφωνεύομαι | Low diacritics: λαμπροφωνεύομαι | Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΩΝΕΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: lamprophōneúomai | Transliteration B: lamprophōneuomai | Transliteration C: lamprofonevomai | Beta Code: lamprofwneu/omai |
v. sub λαμπρόφωνος.
λαμπροφωνεύομαι (Α) λαμπρόφωνος
έχω λαμπρή, δυνατή φωνή.