συστρεμματάρχης
From LSJ
Full diacritics: συστρεμματάρχης | Medium diacritics: συστρεμματάρχης | Low diacritics: συστρεμματάρχης | Capitals: ΣΥΣΤΡΕΜΜΑΤΑΡΧΗΣ |
Transliteration A: systremmatárchēs | Transliteration B: systremmatarchēs | Transliteration C: systremmatarchis | Beta Code: sustremmata/rxhs |
v. sub σύστρεμμα.
ὁ, Α
τίτλος τών τεσσάρων εκτάκτων, τών στρατιωτικών που ήταν αποσπασμένοι σε μονάδα ψιλών, δηλαδή ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύστεμμα, -ατος «πλήθος, λόχος» + -άρχης].