συστρεμματάρχης

From LSJ
Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρεμματάρχης Medium diacritics: συστρεμματάρχης Low diacritics: συστρεμματάρχης Capitals: ΣΥΣΤΡΕΜΜΑΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: systremmatárchēs Transliteration B: systremmatarchēs Transliteration C: systremmatarchis Beta Code: sustremmata/rxhs

English (LSJ)

v. sub σύστρεμμα.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τίτλος τών τεσσάρων εκτάκτων, τών στρατιωτικών που ήταν αποσπασμένοι σε μονάδα ψιλών, δηλαδή ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύστεμμα, -ατος «πλήθος, λόχος» + -άρχης].