τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: θεαροδοκία | Medium diacritics: θεαροδοκία | Low diacritics: θεαροδοκία | Capitals: ΘΕΑΡΟΔΟΚΙΑ |
Transliteration A: thearodokía | Transliteration B: thearodokia | Transliteration C: thearodokia | Beta Code: qearodoki/a |
Doric for θεωροδοκία.
θεαροδοκία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του θεωροδοκία.