εὑρεσίλογος
οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny
English (LSJ)
v. εὑρησίλογος.
German (Pape)
[Seite 1092] (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρεσίλογος: -ον, ἐφευρίσκων λέξεις, ἔχων μέγα πλῆθος λέξεων, Διογ. Λ. 4. 37, πρβλ. Wyttenb. ἐν Πλουτ. 2. 31Ε. - Φέρεται εὑρησίλογος ἐν Ἀντιγράφοις, Λοβέκ. ἐν Φρυν. 446. - Ὁ τύπος εὑρεσιλόγος ἐσφαλμένος, ἴδε Χατζ. ἐν «Ἑλέγχ. καὶ Κρίσ.» σ. 520 παραπέμποντα εἰς Wilamowitz καὶ Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τόμ. ε΄, σ. 73. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὑρεσίλογος· φλύαρος».
Greek Monolingual
εὑρεσίλογος, -ον (Α)
βλ. ευρησίλογος.
Russian (Dvoretsky)
εὑρεσίλογος: (об ораторе) бойкий, изворотливый, находчивый, изобретательный Diog. L.