εὑρεσίλογος

From LSJ
Revision as of 10:49, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρεσίλογος Medium diacritics: εὑρεσίλογος Low diacritics: ευρεσίλογος Capitals: ΕΥΡΕΣΙΛΟΓΟΣ
Transliteration A: heuresílogos Transliteration B: heuresilogos Transliteration C: evresilogos Beta Code: eu(resi/logos

English (LSJ)

v. εὑρησίλογος.

German (Pape)

[Seite 1092] (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσίλογος: -ον, ἐφευρίσκων λέξεις, ἔχων μέγα πλῆθος λέξεων, Διογ. Λ. 4. 37, πρβλ. Wyttenb. ἐν Πλουτ. 2. 31Ε. - Φέρεται εὑρησίλογος ἐν Ἀντιγράφοις, Λοβέκ. ἐν Φρυν. 446. - Ὁ τύπος εὑρεσιλόγος ἐσφαλμένος, ἴδε Χατζ. ἐν «Ἑλέγχ. καὶ Κρίσ.» σ. 520 παραπέμποντα εἰς Wilamowitz καὶ Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τόμ. ε΄, σ. 73. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὑρεσίλογος· φλύαρος».

Greek Monolingual

εὑρεσίλογος, -ον (Α)
βλ. ευρησίλογος.

Russian (Dvoretsky)

εὑρεσίλογος: (об ораторе) бойкий, изворотливый, находчивый, изобретательный Diog. L.