μελανηφορέω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
v. μελανηφόρος.
German (Pape)
[Seite 119] = μελανοφορέω, Tzetz. Schol. zu Lycophr. 366.