δορύκτητος
From LSJ
English (LSJ)
v. δορίκτητος.
German (Pape)
[Seite 660] s. δορίκτητος.
Greek Monolingual
-ον
βλ. δορίκτητος.
Full diacritics: δορύκτητος | Medium diacritics: δορύκτητος | Low diacritics: δορύκτητος | Capitals: ΔΟΡΥΚΤΗΤΟΣ |
Transliteration A: dorýktētos | Transliteration B: doryktētos | Transliteration C: doryktitos | Beta Code: doru/kthtos |
v. δορίκτητος.
[Seite 660] s. δορίκτητος.
-ον
βλ. δορίκτητος.