μάνυζα
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
ἡ, = μώλυζα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μάνυζα: «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μάνυζα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα μανός και μάνυ (πρβλ. κόνυζα, μώλυζα)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: μονοκέφαλον σκόροδον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word is no doubt a Pre-Greek plant name (which has nothing to do with μανός); for words in -ζα (note the short -α) cf. κόνυζα (from -dya?).