κικκάβη
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
v. sub κικκαβάζω.
Greek Monolingual
κικκάβη, ἡ (Α)
κουκουβάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)].
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Full diacritics: κικκάβη | Medium diacritics: κικκάβη | Low diacritics: κικκάβη | Capitals: ΚΙΚΚΑΒΗ |
Transliteration A: kikkábē | Transliteration B: kikkabē | Transliteration C: kikkavi | Beta Code: kikka/bh |
v. sub κικκαβάζω.
κικκάβη, ἡ (Α)
κουκουβάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κικκαβαῦ (πρβλ. και νεοελλ. κουκουβάγια < κουκουβάου)].