ἄσκεπος
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
ον, defenceless, Amynt. Epigr. in POxy. 662.37; bare-headed, Ps.-Luc. Philopatr. 21.
German (Pape)
[Seite 371] (σκέπη), dasselbe, Luc. Philop. 21.
Spanish (DGE)
-ον
1 desprotegido, indefenso de la ciu. de Esparta ἤριπε ... ἄ. Amyntas SHell.44.5.
2 con la cabeza descubierta, destocado ἕτερος ... τριβώνιον ἔχων πολύσαθρον ἀνυπόδετός τε καὶ ἄ. Luc.Philopatr.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσκεπος, -ον)
1. ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
αρχ.
ο απροστάτευτος.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκεπος: Luc. = ἀσκεπής.