ἀνταφαίρεσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, subtraction from the opposite side, Nicom. Ar. 1.13.
German (Pape)
[Seite 245] ἡ, gegenseitige Subtraktion, Nicom. arithm. 1, 13 g. E.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ mat. sustracción Nicom.Ar.1.13.11.
Greek Monolingual
ἀνταφαίρεσις, η (Α)
αφαίρεση από την αντίθετη πλευρά.