ἔωσι
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
Ionic for ὦσι, 3 pl. pres. subj. of εἰμί (sum).
Greek (Liddell-Scott)
ἔωσι: Ἰων. ἀντὶ ὦσι, γ΄ πληθ. ἐνεστ. ὑποτακτ. τοῦ εἰμί.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. sbj. ion. de εἰμί.
English (Autenrieth)
see εἰμί.
Greek Monotonic
ἔωσι: Ιων. αντί ὦσι, γʹ πληθ. ενεστ. υποτ. του εἰμί (sum).