πλατυΐσχιος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Full diacritics: πλατυΐσχιος | Medium diacritics: πλατυΐσχιος | Low diacritics: πλατυίσχιος | Capitals: ΠΛΑΤΥΙΣΧΙΟΣ |
Transliteration A: platyḯschios | Transliteration B: platuischios | Transliteration C: platyischios | Beta Code: platui+/sxios |
ον, with broad hips, Gal. 4.629, 5.464.
-ον, Α
αυτός που έχει πλατιά ισχία, χονδρούς μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + ἰσχίον + επίθημα -ιος].