περισσώνυμος
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
Full diacritics: περισσώνυμος | Medium diacritics: περισσώνυμος | Low diacritics: περισσώνυμος | Capitals: ΠΕΡΙΣΣΩΝΥΜΟΣ |
Transliteration A: perissṓnymos | Transliteration B: perissōnymos | Transliteration C: perissonymos | Beta Code: perissw/numos |
ον, odd, Iamb. in Nic. p. 84P.
-ον, Α
(για αριθμό) ο ονομαζόμενος περιττός, ο μη άρτιος, σε αντιδιαστολή με τον αρτιώνυμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].