περισσώνυμος

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσώνυμος Medium diacritics: περισσώνυμος Low diacritics: περισσώνυμος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: perissṓnymos Transliteration B: perissōnymos Transliteration C: perissonymos Beta Code: perissw/numos

English (LSJ)

ον, odd, Iamb. in Nic. p. 84P.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αριθμό) ο ονομαζόμενος περιττός, ο μη άρτιος, σε αντιδιαστολή με τον αρτιώνυμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].