καρύδωσις
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
-εως, ἡ, castration, Hippiatr. 99.
Greek Monolingual
καρύδωσις, ή καρυδώνω
(Μ)
ο ευνουχισμός ίππου.