σύρβη
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
English (LSJ)
ἡ, v. τύρβη. = αὐλοθήκη, Hsch. s.v. συρβηνεύς.
German (Pape)
[Seite 1039] ἡ, ion. u. gemeine Form statt des attischen τύρβη, Lärm, Verwirrung, turba, VLL. – Auch = σύρμα.
Greek (Liddell-Scott)
σύρβη: ἴδε τύρβη. ΙΙ. = αὐλοθήκη, Ἡσύχ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ιων. και αττ. τ.) βλ. τύρβη.
Frisk Etymological English
See also: s. τύρβη.
Frisk Etymology German
σύρβη: {súrbē}
See also: s. τύρβη.
Page 2,821