λείουσι
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
English (LSJ)
poet. for λέουσι, dat. pl. of λέων.
Greek (Liddell-Scott)
λείουσι: Ποιητ. ἀντὶ τοῦ λέουσι, δοτ. πληθ. τοῦ λέων.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de λέων.
English (Autenrieth)
see λέων.
Greek Monotonic
λείουσι: ποιητ. αντί λέουσι, δοτ. πληθ. του λέων.
Russian (Dvoretsky)
λείουσι: эп. (= λέουσι) dat. pl. к λέων.