συρβάβυττα

Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

topsy-turvy, Ar. Fr. 866.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. άνω κάτω, άτακτα, ανάκατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. σύρβη / τύρβη «ταραχή, θόρυβος», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. βύω «κλείνω, ταπώνω, φράζω» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βύττος
γυναικὸς αἰδοῖον)].