ἀστενακτί
From LSJ
English (LSJ)
Adv. = ἀστενάκτως, fr. ἀστένακτος.
German (Pape)
[Seite 375] adv. zu folgdm, Aesch. frg. 421; Plat. Ax. 364 c.
Spanish (DGE)
adv. sin gemir ἀ. ... ἠνείχετο A.Fr.307, σὺ δ' ἀ. περδόμενος οἴκοι μενεῖς Ar.Ec.464, ὅπως ἀ. ἐς τὸ χρεὼν ἴῃ Pl.Ax.364c, cf. Hdn.Epim.p.257, Olymp.Iob 3.24.
Russian (Dvoretsky)
ἀστενακτί: adv. Aesch., Arph., Plat. = ἀστενάκτως.