σκεπινός
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
v. σκεπεινός.
V. ἀτταγεινός.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπῐνός: -ή, -όν, = σκεπανός, Ἀρχιγέν. ἐν Coccli. Χειρουργ. σ. 118.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. σκεπεινός.