συντεχνίτης
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ου, ὁ, = σύντεχνος (fellow-craftsman, practising the same art, mate, fellow-workman), Gloss., v.l. in Act. Ap. 19.25.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν
σύντεχνος, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνίτης (< τέχνη)].