ἀρέομαι
English (LSJ)
Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt. II fut. of ἄρνυμαι (q. v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀράομαι.
Spanish (DGE)
v. ἄρνυμαι.
Greek Monolingual
(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.
Greek Monotonic
ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.