ἀρέομαι

Revision as of 17:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt. II fut. of ἄρνυμαι (q. v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].

German (Pape)

[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀράομαι.

Spanish (DGE)

v. ἄρνυμαι.

Greek Monolingual

(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.

Greek Monotonic

ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.