ὀστράκινος
English (LSJ)
η, ον, A earthen, made of clay, of vessels, Hp.Nat.Mul.34, al., Pl.Com.114, AP7.645 (Crin.), 11.74 (Nicarch.), 2 Ep.Ti.2.20, 2 Ep.Cor.4.7, PLond.3.1177.95 (ii A. D.). 2 like earthenware, ὀστράκινατὸ δέρμα, = ὀστρακόδερμα, v.l. in Luc.Lex.6.
German (Pape)
[Seite 400] irden, thönern; σκεύη, N. T.; Luc. u. a. Sp., bes. von Geschirren, Töpfen u. dgl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, πήλινος, Λατ. testaceus, ἐπὶ ἀγγείων, Ἱππ. 576, 45, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ» 2, Ἀνθ. Π. 7. 645., 11. 74, Καιν. Διαθ. 2) ὁ ἐξ ὀστράκου, ὀστράκινα τὸ δέρμα = ὀστρακόδερμα, Λουκ. Λεξιφ. 6.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à de la vaisselle de terre.
Étymologie: ὄστρακον.
Spanish
English (Strong)
from ostrakon ("oyster") (a tile, i.e. terra cotta); earthen-ware, i.e. clayey; by implication, frail: of earth, earthen.
English (Thayer)
ὀστρακινη, ὀστράκινον (ὄστρακον baked clay), made of clay, earthen: σκεύη ὀστράκινα, Hippocrates, Anthol. (others).)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀστράκινος, -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο
μσν.-αρχ.
(για αγγείο) πήλινος, κεραμιδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλ-ινος)].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ὀστράκῐνος: (ᾰ)
1) глиняный (σκεύη NT; τήγανον Anth.);
2) похожий на черепок: ὀ. τὸ δέρμα Luc. с кожей, похожей на черепок, т. е. в раковине.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:Ñstr£kinoj 哦士特拉企挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:瓦器 相當於: (חֲסַף) (חֶרֶשׂ)
字義溯源:瓦器,瓦,土製的;源自(ὀστράκινος)X*=磚瓦)
出現次數:總共(2);林後(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 瓦的(1) 提後2:20;
2) 瓦(1) 林後4:7