παραμυθητής

Revision as of 17:40, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A consoler, Hsch. s.v. παρακλήτορες.

German (Pape)

[Seite 490] ὁ, der Ermunternde, Tröstende, Hesych. erkl. παρακλήτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ παραμυθούμαι / παραμυθώ]]
αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής.