σαγγάριος
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ὁ, A maker of zancas (τζάγγαι, a kind of shoe), Hsch. s.v. σκυτεύς; cf. τσαγγάριος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκυτεύς, κατασκευαστὴς τζαγγῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τζαγγάριος].