ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Full diacritics: μυλλίζω | Medium diacritics: μυλλίζω | Low diacritics: μυλλίζω | Capitals: ΜΥΛΛΙΖΩ |
Transliteration A: myllízō | Transliteration B: myllizō | Transliteration C: myllizo | Beta Code: mulli/zw |
v. μυλλαίνω, Phot. and Suid. s.v. σιλλαίνει.
[Seite 217] = μυλλαίνω, Gramm.
μυλλίζω: μυλλαίνω, Φώτ., Σουΐδ.
c. μυλλαίνω.
μυλλίζω (Α)
μυλλαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυλλαίνω κατά τα ρ. σε -ίζω].