ἀνάγγελτος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγγελτος Medium diacritics: ἀνάγγελτος Low diacritics: ανάγγελτος Capitals: ΑΝΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: anángeltos Transliteration B: anangeltos Transliteration C: anaggeltos Beta Code: a)na/ggeltos

English (LSJ)

ον, A unannounced, secret, Hld. ap.Hsch. s.v. ἀνάπαυστα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγγελτος: -ον, ὁ μὴ ἀναγγελθείς, ἀπόρρητος, Ἡλιόδ. παρ. Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνάπυστα.

Spanish (DGE)

-ον secreto Hld.Gr. en Apollon.Lex.458.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν αναγγέλθηκε, ακοινοποίητος, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγελτός < αναγγέλλω. Η στερ. σημασία προήλθε από τη μετακίνηση του τόνου].