ὀλιγοδάπανος

Revision as of 18:15, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

[δᾰ], ον, A consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.

German (Pape)

[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.

Greek Monolingual

και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυ-δάπανος.