ἀπομερισμός
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ὁ, A = ἀπονομή, of water from an aqueduct, Ephes.2 No.18(i A.D.), cf. Hsch. s.v. ἀπόδραγμα, al. 2 fragmentation, οὐ γὰρ ἀ. τοῦ παράγοντος τὸ παραγόμενον Procl.Inst.27. 3 division, τῆς ψυχῆς Herm. in Phdr.p.166A. 4 banishment, ἐλλογίμων ἀνδρῶν Cat.Cod.Astr.8(3).185.25, al. 5 v.l. for ἐπιμερίζω (q.v.), Vett. Val.164.19, al.
German (Pape)
[Seite 314] ὁ, Abtheilung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομερισμός: ὁ = ἀπονομή, Εὐστ. Πονημάτ. 91. 21, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀπόδραγμα.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 división, fragmentación τῆς ψυχῆς Herm.in Phdr.166, τοῦ προτέρου εἰς τὸ δεύτερον Basil.Ep.362.30, οὐ γὰρ ἀπομερισμὸς ... τοῦ παράγοντος τὸ παραγόμενον Procl.Inst.27, cf. Hsch.s.u. ἀπόδραγμα.
2 distribución del agua de un acueducto IEphesos 2018.11 (I d.C.), φώτων en hombres y mujeres, Val.Gn. en Epiph.Const.Haer.31.5.
3 expulsión ἐλλογίμων ἀνδρῶν Cat.Cod.Astr.8(3).185.25.