παρυπάτη

From LSJ
Revision as of 18:25, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῠπάτη Medium diacritics: παρυπάτη Low diacritics: παρυπάτη Capitals: ΠΑΡΥΠΑΤΗ
Transliteration A: parypátē Transliteration B: parypatē Transliteration C: parypati Beta Code: parupa/th

English (LSJ)

[πᾰ] (sc. χορδή), ἡ, A string next the ὑπάτη (q.v.), Arist. Pr.917b30, Plu.2.1134f, etc.

German (Pape)

[Seite 529] ἡ, sc. χορδή, die Saite neben der ersten od. obersten, fem. von παρύπατος; Arist. probl. 19, 3; Music.; vgl. Anon. de Mus. Bellerm. p. 61.

Greek (Liddell-Scott)

παρῠπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ παρὰ τὴν ὑπάτην, ἡ ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην χορδή, ἡ δευτέρα ἐκ τῶν πέντε, Ἀριστ. Προβλ. 19. 3, Πλούτ. 2. 1134F, κτλ.· πρβλ. παραμέση.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η δεύτερη χορδή, ο δεύτερος φθόγγος του συστήματος, της κλίμακας της αρχαίας μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὑπάτη (χορδή) «η υψηλότερη χορδή της λύρας»].

Russian (Dvoretsky)

παρῠπάτη: ἡ (sc. χορδή) соседняя с верхней, т. е. вторая струна лиры Arst., Plut.