ἀβαρβάριστος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ον, A without barbarisms, Lex.Vind.294. Adv. -τως EM331.37. ἀβάρβαρος, f.l. for ἀβόρβορος, q.v.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβαρβάριστος: προφορά, ἄνευ βαρβαρισμοῦ, Ψευδηρωδ.
Spanish (DGE)
-ον
gram.
1 que carece de barbarismos ἀσολοίκιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφορὰν ... ποιεῖσθαι Hdn.Sol.294.
2 adv. -ως sin barbarismos ἀσολοικίστως καὶ ἀ. διαλέγεσθαι EM 331.37G.